- ψυχρούλα
- ηυποκορ. του ψύχρα ελαφρό ψύχος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ψυχρούλα — η, Ν [ψύχρα] υποκορ. τού ψύχρα … Dictionary of Greek